ξυλαρία

ξυλαρία
η
βοτ. κοσμοπολιτικό γένος ασκομυκήτων τής οικογένειας ξυλαριώδη ή σφαιριώδη το οποίο περιλαμβάνει περί τα 100 είδη που είναι κατά κανόνα σαπρόβια ή παράσιτα τών ξυλωδών φυτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. xylaria (< ξύλο)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ξυλάρια — ξυλάριον small piece of wood neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”